Πίτα σημαίνει το προϊόν ή γλύκισμα, που φτιάχνεται με ποικιλία άλλων υλικών. Έχει παρασκευασθεί σε διάφορα σκεύη και με πολλά εργαλεία. Έχει φτιαχτεί σε κάθε ελληνικό σπίτι, σε χωριά, πόλεις και αρτοποιεία. Ακόμη και σε super market πωλείται έτοιμη, τυποποιημένη για να καλύψει την ανάγκη απόλαυσης μιας πίτας έστω και σε γρήγορους ρυθμούς ζωής.
Μέσα στους αιώνες διατρέχει την γαστρονομία λαών και πολιτισμών. Υπάρχουν πολλές παρασκευές στην ευρωπαϊκή κουζίνα. Υπάρχει και η πιο απλή πίτα, όπου μέσα της τυλίγονται διάφορα υλικά και εξυπηρετεί βασικές ανάγκες διατροφής. Οι παραλλαγές της είναι αμέτρητες. Στην Ελλάδα μια φρεσκοψημένη καλή πίτα, φτιαγμένη από χέρια αγαπημένα, ξυπνά με την μυρωδιά της μνήμες και παραδόσεις.
Η ιστορία της χάνεται στην προϊστορία.
Ξεκινά, όταν οι άνθρωποι θα αλέσουν με μυλόπετρες τα σιτηρά τους. Αφού πάρουμε τους αλεσμένους καρπούς, θα προχωρήσουμε στη μίξη του αλευριού με το νερό, δημιουργώντας ένα χυλό, δηλαδή το ζυμάρι που χρειαζόμαστε. Αυτό θα το ψήσουν στον ήλιο ή σε φωτιά και αργότερα θα του προσθέσουν διάφορα υλικά. Η πρώτη πίτα έχει φτιαχτεί.
Από την Ανατολή μέχρι τη Δύση, πίτα φτιαχνόταν για να καλύψει διατροφικές ανάγκες.
Εκείνη ήταν που εξασφάλισε την επιβίωση σε μετακινούμενους πληθυσμούς που χρειάζονταν μία παρασκευή γρήγορη και θρεπτική για την επιβίωσή τους. Ταξιδιώτες, αγρότες, κτηνοτρόφοι, έχοντας μία πίτα μαζί τους ή φτιάχνοντας με ό,τι υλικό είχαν διαθέσιμο, μπορούσαν να παρασκευάσουν το καθημερινό τους γεύμα. Μάλιστα, μπορώντας να διατηρηθεί για περισσότερες από μία ημέρες, απάλλασσε από την αγωνία για τη συντήρηση της τροφής.