Ο κεφτές έχει ιρανική καταγωγή και το όνομα kofte σημαίνει ψιλοκομμένο κρέας. Ήδη από τον 13ο αιώνα κάνει την εμφάνισή του ως πιάτο που περιείχε κιμά από κρέας αρνιού ή μοσχαριού αναμειγμένο με αλεύρι και μπαχαρικά πλασμένο σε μέγεθος όχι μεγαλύτερο από ένα φουντούκι. Το φαγητό αυτό το υιοθέτησαν τα τουρκικά φύλα που κυριαρχούσαν στη ευρύτερη περιοχή της Περσίας και αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα δημοφιλές έδεσμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο κεφτές απέκτησε παραλλαγές στην οθωμανική κουζίνα καθώς στο μείγμα του τα ψίχουλα ψωμιού αντικαταστάθηκαν από το πλιγούρι ή ακόμα και το ρύζι. Έκτοτε διαδόθηκε και αγαπήθηκε σε όλες τις χώρες της Μέσης Ανατολής αλλά και σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης όπως επίσης και στις Σκανδιναβικές Χώρες και φυσικά στην Ελλάδα.
Βαφτίστηκε με διάφορα ονόματα, κάθε φορά ανάλογα με την περιοχή που επικράτησε, ενώ το μείγμα του και ο τρόπος μαγειρέματος διαφοροποιήθηκε. Πάντως ο κεφτές παρέμεινε μια σφαιρική μπάλα από κιμά μοσχαρίσιου, χοιρινού ή ακόμα και αρνίσιου κρέατος που τα κύρια συστατικά του είναι συνήθως ψίχουλα από ψωμί, κρεμμύδι, αβγά και πολλά μυρωδικά που άλλοτε τηγανίζεται, βράζεται και άλλοτε ψήνεται.