Μπριάμ παραδοσιακό, μπριάμ τουρλού και σοφαγάδα, ή αλλιώς τα καλοκαιρινά φαγητά της γιαγιάς. Η εποχική κουζίνα σε όλο της το μεγαλείο, αυτή είναι η κουζίνα της Ελλάδας, η κουζίνα των μαμάδων μας.
Φαγητά σαν το μπριάμ όταν είμασταν παιδιά οι περισσότεροι δεν τα εκτιμούσαμε ιδιαίτερα, με εξαίρεση εμένα. Μεγαλώνοντας όμως, όλοι εκτιμήσαμε και λατρέψαμε αυτά τα μελωμένα φαγητά του φούρνου.
Μπριάμ με κολοκυθάκια και πατάτες, σκόρδο για να γλυκάνει, φρέσκια ντομάτα, μια ιδέα πελτέ και ελαιόλαδο. Όταν έμπαινε στον ξυλόφουρνο και μέλωνε, μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Έτσι ευωδίαζε το μεσημεριανό τραπέζι του καλοκαιριού στα περισσότερα νησιά. Δεν έβγαινε ποτέ αλ ντεντε το κλασικό μπριάμ της γιαγιάς.
Μέλωνε σιγά σιγά στην σιγανή φωτιά του φούρνου, σχεδόν έλιωνε η πατάτα στην καρδιά της και ξεροψηνόταν εξωτερικά. Ρουφούσε τα υγρά του κολοκυθιού και της γλυκιάς αυγουστιάτικης ντομάτας, ρουφούσε το λαδάκι που έμπαινε μπόλικο στο ταψί, με το σκόρδο και τον μαϊντανό. Ποίημα το μπριάμ της γιαγιάς όταν ήμουν παιδί κι ένα από τα αγαπημένα μου καλοκαιρινά φαγητά. Στην Πάρο το σερβίρουμε πάντα με ξινομυζήθρα και ζεστό τραγανό ξεροψημένο ψωμί. Κι όπως έβγαινε ζεστό το ταψί από τον φούρνο έβαζα πάντα μια κουταλιά φρέσκια ξινομυζήθρα στο πιάτο μου και περίμενα να έρθει η σειρά μου στο τραπέζι για να μπει η μερίδα στο πιάτο. Ζεστό καυτό όπως ήταν το μπριάμ καθόταν πάνω στην ξινομυζήθρα κι αποκτούσε μια κρεμώδη υφή κι έριχνε και την θερμοκρασία του πιάτου ώστε ισορροπήσει γρήγορα το καυτό με το κρύο. Τα πιάτα άδειαζαν στο λεπτό και ίχνος δεν έμενε μέσα αφού και το τελευταίο λαδάκι του μπριάμ γινόταν μια μπουκιά πάνω στο ψωμί.